Θυμάται ο Βύρων Ε. Ρηγινός. Αφορμή για αυτό το ‘οδοιπορικό’ αναμνήσεων από τα παιδικά χρόνια και πιο συγκεκριμένα σχετικά με τις οδηγικές μας σκανταλιές, αποτέλεσε μια ανάρτηση του καλού μας φίλου Ανδρέα Καροτσιέρη με τίτλο «Η 2η μου κατάρριψη με το…κλεμμένο αυτοκίνητο της Μητέρας μου…».
Για τη συγκεκριμένη ιστορία #1 με παρεμφερή τίτλο, «Η 2η μου κατάρριψη με το…κλεμμένο αυτοκίνητο του Πατέρα μου…» μια δεύτερη αφορμή αποτελεί και το εικονογραφικό ταλέντο του παιδικού μου φίλου Θανάση Γιαννούκου που είχε προ δέκα ετών σκιτσάρει την ιστορία σε στυλ comic 🙂

Λίγα εισαγωγικά λόγια. Από πολύ πιτσιρίκος είχα μανία με το θέμα αυτοκίνητο [περισσότερα ΕΔΩ!]. Ο μικρότερος γιος ανάμεσα στα δύο μου αδέλφια Βασίλη και Νίκο, ο Πατέρας μας Μανώλης, κατά κάποιο τρόπο καμάρωνε που ο ‘μικρός’ έδειχνε τέτοιο πάθος για τα αυτοκίνητα. Έτσι από νωρίς [5-6-7 χρονών] πάντα καθόμουν δίπλα του στην οικογενειακή Plymouth Cranbrook του 1952, στην αρχή πατώντας κόρνα, μετά αλλάζοντας ταχύτητες [Η-στο τιμόνι], μετά καθήμενος στα γόνατα του με έμαθε και μετά με άφηνε να οδηγώ στους εν πολλοίς ερημικούς δρόμους της δεκαετίας του 1950… [αυτό θα αποτελέσει το επόμενο θέμα #2 σχετικά με την «1η μου κατάρριψη…]

Με αυτό τον τρόπο, εξελίχτηκε και φούντωσε το πάθος μου. Από νωρίς [κατεργαράκος γαρ] είχα ‘βουτήξει’ τα 2α κλειδιά της Plymouth [από ένα συρτάρι ανάμεσα στις κάλτσες του], όπου έμενα ώρες ατελείωτες μέσα στη καμπίνα ακούγοντας ραδιόφωνο [κυρίως τον Αμερικάνικο σταθμό της Βάσης του Ελληνικού στα ΑΜ, συχνά με παρέα τον αδελφό μου Νίκο και άλλους Μπόμπιρες], όντας το όχημα παρκαρισμένο έξω από το σπίτι μας της οδού Αθηνάς στη Βούλα. Μετά αρχίσανε τα πλυσίματα [σήμαινε ότι έπρεπε να μετακινηθεί το όχημα λίγα μέτρα ‘για να φτάνει η μάνικα’] 😉 και σύντομα αρχίσανε τα κλεψίματα. Οι περισσότερες σκανταλιές γινόντουσαν τα καλοκαιρινά μεσημέρια [siesta γαρ]. Ένα σαφές πλεονέκτημα διαμονής και παραθερισμού στα νότια προάστια και δη στις περιοχές Βούλα-Γλυφάδα, ήταν τα αεροπλάνα! Πετούσαν χαμηλά on their landing final approach, ενώ ήταν και αρκετά θορυβώδη, ιδίως τα early jets. Ιδανική στιγμή για το πάτημα της μίζας…και μετά δρόμο!

Βούλα, Καλοκαίρι του 1965. Ο δρόμος ή ακριβέστερα Η Ανάβαση είχε τη δική της ιστορία. Στο βουνό της Βούλας, πάνω από την περιοχή του «Κρεμασμένου Λαγού» όπου πιο πιτσιρικάδες πηγαίναμε εκδρομή με τα πόδια [τότε είχαμε ανακαλύψει κυριολεκτικά την ‘Παράγκα του Μπάρμπα Θωμά’ όπου διέμενε ένας εκκεντρικός ηλικιωμένος κύριος που είχε βαλσαμώσει και κρεμάσει ένα λαγό έξω από την πόρτα του – εξ’ ου και η ονομασία της περιοχής, είχε κατασκευαστεί ένας ωραίος ασφαλτόδρομος -λένε για ραντάρ του ΝΑΤΟ- τον οποίο αρκετά χρόνια πριν ξεκινήσουν οι Αγωνιστικές Αναβάσεις, εμείς τον είχαμε όλο δικό μας! Μάλιστα επειδή στις στροφές είχε χαλίκια, κουβαλούσαμε σκούπες και φαράσια για να καθαρίζουμε ορισμένες φουρκέτες…και να πάμε λίγο πιο γρήγορα!
Ήταν λοιπόν Ιούλιος εκείνου του καλοκαιριού, εποχή που συνήθως φιλοξενούσαμε στο σπίτι τον αγαπημένο μας θείο Κώστα Ηλιάδη [αδελφός της Μητέρας μας Πίτσας], ιατρό ΩΡΛ εξ Αμερικής. Επίσης στο σπίτι παραθέριζε και ο μεγάλος αδελφός που σπούδαζε Η-Μ στην Αμερική και ‘ήξερε πολλά’. Ο δε Πατέρας έτυχε να λείπει σε επαγγελματικό ταξίδι για λίγες μέρες στο εξωτερικό. Το Λαχείο! Η κλοπή της Plymouth το ζεστό μεσημέρι του Ιουλίου ήταν προσχεδιασμένη με σαφή κατεύθυνση την Ανάβαση του Λαγού. Συν-λαθρεπιβάτες στην εξόρμηση, ο μεσαίος αδελφός Νίκος και οι κολλητοί μας, τα αδέλφια Γαλαζίδη, η ομορφούλα Έβη [που μύριζε και ωραία] και ο +Γιώργος [που μας έφυγε πρόωρα 😥 ].

Η Αμερικάνικη κούρσα ήταν βαριά, είχε όμως γκάζια ένεκα των κυβικών και του εξακύλινδρου εν σειρά κινητήρα. Με τρεις ταχύτητες στο μηχανικό τιμόνι και φρένα με ταμπούρα δίχως σέρβο, συμβατικές αναρτήσεις και cross-ply λάστιχα, αντιλαμβάνεστε το ακατάλληλο του οχήματος για πιεστικές αναβάσεις στα χέρια ενός teenager χωρίς καν δίπλωμα οδήγησης… [Άλλη λεπτομέρεια: οι μάγκες τα αγόρια κυκλοφορούσαμε με μαγιό, χωρίς φανελάκια και ξυπόλητοι].


Αφού λοιπόν έγινε μια σχετικά γρήγορη και φιγουρατζίδικη [για την κοπέλα ρε γαμώτο] ανάβαση και φτάσαμε στο τέρμα της ασφάλτου, ψηλά στο βουνό, άρχισε μια εξ’ ίσου λυσσαλέα κατάβαση. Έλα μου όμως που ο πιτσιρικάς ‘ραλίστας’ οδηγός δεν είχε λάβει υπ’ όψη του ότι το βαρύ όχημα συμπεριφέρεται διαφορετικά στην κατάβαση, όπου και αναπτύσσεται χωρίς να το πολυκαταλαβαίνουν, αρκετά υψηλότερη ταχύτητα. Έτσι στο πρώτο ‘εσάκι’ άρχισε να υπερστρέφει δεξιά προς τα βράχια, γρήγορα ανάποδο τιμόνι, αλλαγή της ξέφρενης πορείας τώρα προς το γκρεμό [από κάτω η Βάρη], πάλι ανάποδο τιμόνι και στα φρένα με όλη τη δύναμη του αδύνατου σώματος των 50 κιλών. Αλλαγή πορείας και πάλι αλλά τούτη τη φορά τα βράχια βρέθηκαν πιο κοντά και η Plymouth άρχισε να σκίζεται πλαγιομετωπικά όπως ο θρυλικός Τιτανικός στο παγόβουνο. Ένα νέφος σκόνης μας τύλιξε μέσα στη καμπίνα, ο Νίκος δίπλα μου μπροστά, οι Γαλαζίδηδες πίσω [φυσικά δεν υπήρχαν ζώνες τότε], ευτυχώς τη βγάλαμε όλοι με ελάχιστους μώλωπες. Το τιμόνι είχε μαγκώσει ενώ ατμοί

έβγαιναν από το χώρο της μηχανής. Το ψυγείο είχε σκάσει. Η Αμερικάνα είχε λαβωθεί σοβαρά και παρέμενε ακινητοποιημένη και με κλίση 25 μοιρών στην άκρη του δρόμου, τσακισμένη πάνω στα βράχια του Κρεμασμένου Λαγού.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά εξελίχθηκε ένα άλλο δράμα με πολλές πράξεις:
- Η συνειδητοποίηση ότι ‘είχαμε Άγιο’ και δεν πέσαμε στο γκρεμό μεγάλου βάθους στο ερημικό εκείνο σημείο, γεγονός που σήμαινε ότι δεν θα μας έπαιρνε κανείς χαμπάρι…
- Ότι έπρεπε να κατέβουμε σχεδόν από την κορυφή του βουνού μέχρι τα σπίτια μας κοντά στη θάλασσα, απόσταση άνω των 10 χιλιομέτρων, στην κάψα του μεσημεριού, ξυπόλητοι και χωρίς φανέλα ή καπέλο. Το τι φουσκάλα βγήκε στις πατούσες μας δεν περιγράφεται…
- Το Πώς θα γίνει η ανακοίνωση του συμβάντος στους γονείς μας…
Η επιστροφή από το βουνό έχει παραμείνει βαθειά χαραγμένη στη μνήμη μου…αναλογιζόμενος τις συνέπειες και κυριολεκτικά περπατώντας ως Αναστενάρια ξυπόλυτοι πάνω στη καυτή άσφαλτο 😦 - Το ερώτημα εάν το αυτοκίνητο θα μπορούσε να επισκευαστεί άμεσα, ΠΡΙΝ επιστρέψει ο Μπαμπάς από το ταξίδι του…
- Για το πόσο καιρό θα χρειάζονταν να εξαφανιστώ από το σπίτι προκειμένου να γλιτώσω τις ξυλιές που σίγουρα θα έπεφταν στο τομάρι μου.
- Για το πώς θα αντιμετώπιζα τη συλλογική μουρμούρα [Μητέρας, Θείου και Μεγάλου Αδελφού] σε πρώτο κύμα, και σε δεύτερο του Πατέρα και των γονιών Μένιου και Σάσας Γαλαζίδη…
Το Aftermath. Το ξετύλιγμα της περιπέτειας είχε αρκετά μεγάλη χρονική διάρκεια. Μέχρι να καταφέρουμε να φτάσουμε στο σπίτι είχε πάει ήδη έξη το απόγευμα, ώρα του καφέ για τους ‘μεγάλους’ μετά τον μεσημεριανό ύπνο, κάτω από τη δροσιά των πεύκων του κήπου μας. Βεβαίως η γάτα η Μάνα μας που ήξερε με τι σκανταλιάρικα παιδιά είχε να κάνει, γνώριζε οτι έλειπε η Plymouth, και σίγουρα δεν την είχαν κλέψει άγνωστοι.

Με το που μας βλέπει να καταπλέουμε σε κακό χάλι [λέγεται ότι το μαλλί μου ήταν βούρτσα όρθιο, τα μάτια μου κατακόκκινα από ένα μείγμα σκόνης και κλάματος, οι δε πατούσες μου έτοιμες για εισαγωγή στο Ασκληπιείο Βούλας, βρώμικοι, διψασμένοι, τρομαγμένοι, φοβισμένοι, κατακαμμένοι από τον ήλιο και κατακαημένοι γενικώς…], ψύχραιμη ούσα, αρκέστηκε να ρωτήσει «Λοιπόν πείτε όλη την αλήθεια, τι συνέβη;». Με κάτι μισόλογα, ο Νίκος ανέλαβε να τα πει. Όπερ έπεσε η προσταγή της Μάνας προς τον αδελφό της και τον μεγάλο γιό: «Κώστα, Βασίλη, πηγαίνετε αμέσως στο Λαγό να δείτε τι έγινε με το αμάξι του Μανώλη!».

Γολγοθάς #2. Για να δεις πόσα ποδάρια μπορεί να έχει ο Διάβολος. Λόγο του ότι έλειπε ο Μπαμπάς στο εξωτερικό, ο Θείος Κώστας πού πάντα νοίκιαζε αυτοκίνητο όσο παρέμενε τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, εκείνες τις μέρες όπως ήταν φυσικό δεν είχε νοικιάρικο. Πώς θα πηγαίναν λοιπόν πίσω στο βουνό; Ένας τρόπος υπήρχε, να τους πάμε με τα Solex μας…Πίσω στον τόπο του εγκλήματος, με φουσκάλες στις πατούσες, με αναγκαστική ορθοπεταλιά [εγώ πήρα τον Βασίλη στη σχάρα, ο Νίκος τον Θείο]. Αμάν και ζαμάν μέχρι να φτάσουμε, με ψυχολογία στα τάρταρα. Με το που αντικρίζει ο μεγάλος Μηχανολόγος το λαβωμένο αμάξι βγάζει πόρισμα καταπέλτη αλ Αμερικαίν «This is a total loss, congratulations my little brother, you just killed our father’s car!». Μετά από αυτό το χρησμό, ο έτερος εξ Αμερικής beloved uncle όπου τα οχήματα τα πετάνε πολύ πιο εύκολα, τείνει να συμφωνήσει, επαναλαμβάνοντας το μάντρα «Ποιος τον ακούει τον Μανωλάκη…τσου, τσου βρε παιδί μου πώς τα κατάφερες έτσι, πάλι καλά που δεν σκοτωθήκατε» και τα σχετικά. Να τα κλάματα εγώ…

Γολγοθάς #3. Κατάβαση εκ νέου από το βουνό στο σπίτι, ευτυχώς τα Solex στη κατηφόρα πάνε περίφημα. Pow-Wow με αρχηγό τη Μαμά. Damage control & contingency plans. Να φωνάξουμε τον ‘Κυρ-Αντώνη’ [που το πραγματικό του όνομα ήταν Χρήστος Αϊβαζίδης] είχε μεγάλο συνεργείο στην Αθήνα και συντηρούσε όλα τα αυτοκίνητα της οικογένειας Ρηγινού, ήταν ο έμπιστος και καλός συνεργάτης, ο «Από Μηχανής Θεός» για μένα και όλους μας εκείνη την κρίσιμη ώρα]. Προσπάθεια να επισκευαστεί η Plymouth πριν επιστρέψει ο Πατέρας. Πράγμα που σύντομα αποδείχθηκε σαν Mission Impossible 😦

Μέχρι να καταφθάσει ο κ. Αϊβαζίδης με τον γερανό και τη δική του κούρσα, ένα Hillman Minx, είχε ήδη πέσει η νύχτα. Εκ νέου λοιπόν ανάβαση στο βουνό, μέσα στο Hillman εμείς με τον Θείο, στο γερανό ο Βασίλης. Νεκροψία #2 αλά Γκρέκα αυτή τη φορά, το έμπειρο μάτι του μηχανικού με το φακό από κάτω, διαπίστωσε εκείνο το παγερό όπως ακούστηκε μέσα στη νύχτα αλλά και με δόση ελπίδας: «Έχει πάρει το σασί, αλλά όλα φτιάχνονται. Θα χρειαστούμε ένα μήνα να το ετοιμάσουμε, θα πρέπει να έρθουν και ανταλλακτικά από την Αμερική»…


Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε στα μεσάνυχτα. Ώρα για μπάνιο, λίγο ψωμοτύρι με καρπούζι και βουρ στο κρεβάτι. Μα που ύπνος. Το μάτι γαρίδα. Οι σκηνές του Μπαμ και της σκόνης επαναλαμβανόμενες, το ερώτημα, «Χτύπησε κανείς;» να αντηχεί σαν βουητό μέσα στα αφτιά μου. Τα ερωτήματα για την επόμενη ημέρα κατακλυσμικά. Τι θα πει ο Μπαμπάς [αλήθεια πότε επιστρέφει;], ποιος θα πάει να τον πάρει από το αεροδρόμιο [ο Θείος Κώστας με νοικιάρικο Opel Record], τι θα του πει στο ερώτημα «Μα καλά βρε Κώστα, δεν είπαμε να μη νοικιάσεις αυτοκίνητο όσο θα λείπω…» και βεβαίως η σκηνή που θα έμελλε να ξετυλιχτεί μόλις με έβλεπε μπροστά του…
Είχε έρθει το Μαύρο μου Τέλος;
Και ναι και όχι. Από το Ελληνικό μέχρι τη Βούλα ο καλός γιατρός είχε κάπως μαλακώσει τα νεύρα του Μπαμπά. Κάτι μισόλογα του στυλ ‘Εμ! αγόρια είναι τι θέλεις να παίζουν με κούκλες, τις ρόδες και τις βάρκες αγαπούν’ και άλλα τοιαύτα είχαν μερικό αποτέλεσμα…

Με το που με είδε, με κυνήγησε στον κήπο, με γράπωσε από το σβέρκο και μου έριξε δυο-τρεις σφαλιάρες από τις δυνατές που δεν τις ξεχνάς. Μετά από αυτή τη φάση, υπήρχε μια σιωπηρή συνωμοσία με τη Μαμά, όπου με κάποιο μαγικό τρόπο αποφεύγεται η συνάντησή μας μέσα στο σπίτι τουλάχιστον για καμιά βδομάδα. Μετά του πέρασε. Το Opel παρέμεινε στα χέρια του Μανωλάκη μετά την αναχώρηση του Θείου Κώστα για το New Jersey μέχρις ότου επισκευάστηκε η Plymouth.
Τι δεν θα ξεχάσω: όταν την έφερε από το συνεργείο και την έβαλε στο Garage [στο πίσω μέρος του κήπου αντί να την αφήσει στο δρόμο όπως συνήθιζε επιστρέφοντας τα μεσημέρια από το γραφείο του]. Με το που έπεσε για siesta, έτρεξα στο Garage. Συνηθίζαμε να Μπουκάρουμε μέσα από το πλαϊνό παράθυρο στραβώνοντας τις εγκάρσιες σιδεριές. Ηταν εκεί, απαστράπτουσα, γυαλισμένη, φρεσκοβαμμένη, το χρώμα Duco μύριζε έντονα, μεθυστικά, ενώ οι λαμαρίνες της μου μιλούσαν με εκείνα τα «τσίκ» και «τσάκ» ενώ κουλάρανε από την Αυγουστιάτικη πλέον ζέστη. Μπήκα μέσα, κάθισα στη θέση του οδηγού και τότε μόνο διαπίστωσα ότι το τιμόνι της είχε ραγίσει και ότι το στεφάνι της κόρνας με το καραβάκι στη μέση το είχαν κολλήσει με καλάι. Δάκρυσα και της φίλησα το τιμόνι, σαν να της ζητούσα συγγνώμη που την λάβωσα αλλά και λέγοντας της ένα μεγάλο ευχαριστώ που ‘με άκουσε στο δεύτερο ανάποδο τιμόνι’ και δεν μας πήγε από κάτω στο γκρεμνό.
Κάτι σαν Υστερόγραφο: Η Ιστορία όμως συνεχίστηκε και σε ένα δεύτερο επίπεδο.
Όταν ήμασταν μικροί, σε ηλικία 7/8 ετών, οι γονείς μας είχαν ανοίξει από ένα λογαριασμό στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Ο λογαριασμός αυτός ήταν αποταμιευτικός ειδικού τύπου. Ήταν μόνον για παιδιά, είχε υψηλότερο επιτόκιο από άλλους αποταμιευτικούς λογαριασμούς, αλλά είχε όμως έναν περιορισμό. Δεν μπορούσες να κάνεις ανάληψη πριν νομίζω ενηλικιωθείς. Μάλιστα θυμάμαι ότι με το άνοιγμα του λογαριασμού, μας κατέθεσαν και 500 δραχμές στον καθένα για καλή αρχή. Εμείς χαρήκαμε πολύ και κάθε φορά που μας δίνανε χρήματα, γιορτές, Χριστούγεννα, θείοι, νονοί, γιαγιάδες και άλλοι συγγενείς, τα χρήματα αυτά τα δίναμε στους γονείς μας να τα καταθέσουν στους λογαριασμούς μας. Τα δε βιβλιάρια, μπλε χρώματος, τα κρατούσαμε εμείς οι ίδιοι και ήταν μεγάλη η ευχαρίστηση να βλέπουμε τον λογαριασμό μας να αυγατίζει. Ονειρευόμασταν μάλιστα ότι μια ημέρα, όταν πλέον θα είμασταν μεγάλοι, με αυτά τα χρήματα θα αγοράζαμε αυτοκίνητο!
Με το που πάει το αυτοκίνητο για επισκευή, στο συνεργείο του Αϊβαζίδη, λέει η Μάνα μας μας: «Ασφαλώς καταλαβαίνετε ότι η επισκευή θα πληρωθεί από τα χρήματα των βιβλιαρίων σας και δώστε τα μου αμέσως!». Εμείς τι να πούμε; δεν μπορούσαμε να ξεστομίσουμε αντίρρηση, γιατί η τιμωρία ήταν δίκαιη. Δίνουμε τα βιβλιάρια τα οποία, αν θυμάμαι καλά είχαν πλέον φτάσει στο διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των περίπου 17.000 δραχμών το καθένα. Μαύρες πλερέζες, αλλά και τι να κάνουμε; Έσβησε άδοξα το όνειρο για δικό μας αυτοκίνητο…
Τα χρόνια πέρασαν και όταν ο αδερφός μου ο Νίκος ήταν περίπου 20 ετών, είχε σχέσεις με μια κοπέλα, την Μίρκα, η οποία ήταν Ελληνίδα εξ Αιγύπτου. Όταν έφυγαν από την Αίγυπτο, δεν θυμάμαι πως, είχε Κυπριακό διαβατήριο και στην Ελλάδα τυπικά ήταν αλλοδαπή. Την εποχή εκείνη τα αυτοκίνητα στη χώρα μας κόστιζαν πολλαπλάσια από ότι σε άλλες χώρες, ενώ αν ήσουν αλλοδαπός είχες το δικαίωμα να έχεις αυτοκίνητο με ξένες πινακίδες το οποίο κόστιζε ελάχιστα σε σχέση με τις Ελληνικές πινακίδες. Αν μάλιστα ήταν και μεταχειρισμένο, καταλαβαίνετε ότι μπορούσες να το αγοράσεις για ένα κομμάτι ψωμί. Τυχαίνει τότε να επιστρέφει στην Ελλάδα, από το Λονδίνο όπου σπούδαζε, ένας ξάδερφος της Μίρκας, με ένα παλιό ΜΙΝΙ 850 και μάλιστα δεξιοτίμονο. Δεν είχε όμως δικαίωμα να το κρατήσει στην Ελλάδα, επειδή είχε Εγγλέζικες πινακίδες. Έτσι λοιπόν έψαχνε να το πουλήσει σε κάποιον αλλοδαπό. Η Μίρκα τυπικά αλλοδαπή, είχε το δικαίωμα να το κρατήσει με τις Εγγλέζικες πινακίδες, αλλά οι δικοί της δεν συμφωνούσαν, νέο κορίτσι να βρεθεί με αυτοκίνητο. Ο ξάδερφος το πουλούσε, 20.000 δραχμές. Ο αδερφός μου Νίκος, ο οποίος ούτε εκείνος διέθετε αυτό το μεγάλο ποσό, παρόλο που είχε κάτι οικονομίες, ήταν να σκάσει… Το ακούει η Μάνα μας και τότε επιστρέφει στον καθένα τα βιβλιάρια από τα οποία υποτίθεται ότι είχε πληρωθεί η ζημιά της Plymouth, αφού την ζημιά την είχε πληρώσει η ίδια με δικά της χρήματα…αλλά είχε κρατήσει τα βιβλιάρια για τιμωρία!
Έτσι λοιπόν ο Νίκος κατάφερε να αγοράσει χάρις στην μεγαλοψυχία της μητέρας μας, το πρώτο του αυτοκίνητο, ένα Μινάκι χρώματος μπορντό…
Σχολιάστε